Brief autobiography

Σύντομη αυτοβιογραφία

 

Γεννήθηκα σε ένα ορεινό χωριό στην Καλαβρία το 1942. Ήταν αργά το απόγευμα μιας Τετάρτης, το Φεβρουάριο. Η μητέρα μου μου είπε αργότερα, ότι καθώς ερχόμουν στον κόσμο, άκουγε κανονιοβολισμούς πέρα στη θάλασσα, από ένα πολεμικό καράβι που πυροβολούσε τα αεροπλάνα που προσπαθούσαν να το βουλιάξουν.

 

Όταν ήμουν δύο χρονών, ένας μανιακός που ζούσε εκεί κοντά, σκότωσε τον πατέρα μου, χωρίς λόγο και αιτία, χτυπώντας τον στο κεφάλι με ένα τσεκούρι καθώς δούλευε στα χωράφια. Η μητέρα μου είχε παντρευτεί δύο φορές και ήμουν γιος αυτού του δεύτερου συζύγου.

 

Ήταν το φθινόπωρο του 1946 και ο πόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει, αφήνοντας τη μακάβρια μυρωδιά του να αιωρείται παντού στον αέρα, όταν η μητέρα μου βρήκε ένα μήλο, το μόνο που είχε μείνει πάνω στο δέντρο ξεφεύγοντας την προσοχή των επιδρομέων. Το χώρισε σε τρία κομμάτια και το έδωσε σε εμάς, τα τρία παιδιά, τις δύο αδερφές μου και μένα (ο αδερφός μου που ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από μένα ήταν φυλακισμένος στη Ρωσία εκείνο τον καιρό), αλλά δεν κράτησε τίποτα για την ίδια. Για περίπου τρεις μέρες εκείνο το μήλο ήταν όλο κι όλο το φαγητό που είχαμε.

 

Εκείνες τις μέρες, ήμουν πεινασμένος, πάντα πεινασμένος. Το πρωί ξυπνούσα πεινασμένος και το βράδυ πήγαινα για ύπνο πεινασμένος. Τρώγαμε όταν υπήρχε φαγητό και αυτό γινόταν σπάνια. Τα χωράφια είχαν ολοκληρωτικά καταστραφεί, για αυτό δεν υπήρχε καθόλου φαγητό να βρει κανείς πουθενά. Μια φορά πιάσαμε έναν αρουραίο – τι γλέντι κάναμε τότε!

 

Υπέφερα συνεχώς από πελάγρα και έλλειψη βιταμινών, αρρώσταινα εύκολα, τον περισσότερο καιρό είχα ψώρα και ένα εξάνθημα στα χέρια μου, με μια επίμονη, ενοχλητική φαγούρα κι έτσι πάντα ξυνόμουν.

 

Νωρίς το βράδυ έναν Απρίλη η μητέρα μου είχε μια κρίση άσθματος. Δεν μπορούσε να ανασάνει, αγκομαχούσε για να πάρει αναπνοή, λαχάνιαζε, ακουγόταν σαν να πέθαινε. Έβγαζε ένα σφύριγμα, έκανε φοβερούς ήχους. Τρομοκρατήθηκα τελείως που την έβλεπα σε αυτήν την κατάσταση, άρχισα να κλαίω με λυγμούς ασυγκράτητα και κρεμάστηκα πάνω της απελπισμένα, το οποίο απλά την έκανε χειρότερα. Οι αδερφές μου με ξεκόλλησαν από πάνω της και με πήγαν έξω. Ευτυχώς, την επόμενη φορά που είδα τη μητέρα μου ήταν πολύ καλύτερα. Και αυτή ήταν η μοναδική φορά που την είδα ποτέ άρρωστη.

 

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, όταν ήμουν έξι χρονών, ο θείος Κάρλο και εγώ καθόμασταν ήσυχα δίπλα στη θαλπωρή της φωτιάς. Έξω έκανε κρύο, ο αέρας φυσούσε μανιασμένα  και η βροχή ανάκατη με χαλάζι χτυπούσε ρυθμικά πάνω στη στέγη. Μετά από λίγο ο θείος ξαφνικά μου εξαπέλυσε μια ερώτηση:

«Το ξέρεις φυσικά ότι είσαι πιο πλούσιος από μένα, έτσι δεν είναι;»

 

«Δεν είναι έτσι, θείε» απάντησα αμέσως, σαν να περίμενα πάντα μια τέτοια ερώτηση. «Δεν είναι καθόλου έτσι, εσύ είσαι πιο πλούσιος» Το οποίο ήταν και η αλήθεια.

 

«Δεν εννοώ πλούσιος σε υλικά αγαθά, όπως λεφτά και σπίτια, γη και ζώα» αποκρίθηκε βαριά, με ένα ίχνος περιφρόνησης στη φωνή του. «Αυτό που εννοώ είναι ότι τα πλούτη σου είναι η ηλικία σου, τα νιάτα σου, το μέλλον σου. Είσαι ακόμα ένα μικρό αγόρι και εγώ είμαι σχεδόν γέρος – έχεις πολλά χρόνια μπροστά σου ενώ εγώ έχω λίγα, κατάλαβες;»

 

«Όχι» απάντησα.

 

«Τότε κρίμα» είπε εκείνος.

 

«Η θεία» (η γυναίκα του) συνέχισα, «λέει ότι όταν πεθάνουμε, θα πάμε όλοι στον παράδεισο και θα ζήσουμε εκεί στον αιώνα τον άπαντα».

 

«Α, ώστε καταλαβαίνεις» έμπηξε τις φωνές ο θείος μου, ενοχλημένος, «αλλά, σε παρακαλώ, σταμάτα να μου ξεφουρνίζεις τις χαζομάρες που λέει η θειά σου».

 

«Χαζομάρες;» ρώτησα χωρίς να πιστεύω στα αυτιά μου. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να μιλάει για τη θεία μου με τέτοιο τρόπο.

 

«Ναι, χαζομάρες» επανέλαβε.

 

«Πες μου τι εννοείς» ρώτησα.

 

«Δεν μπορώ».

 

«Ε, λοιπόν, ακόμα δεν καταλαβαίνω».

 

«Ίσως καταλάβεις μια μέρα. Και τώρα μη βγάλεις μιλιά για αυτό, βαρέθηκα» είπε απότομα και άρχισε εκνευρισμένος να σκαλίζει τη φωτιά.

 

Τον παρακολουθούσα, κρέμασα το κεφάλι μου και δεν είπα περισσότερα. Ούτε κι εκείνος είπε τίποτα άλλο.

 

Αν και ήμουν νέος, αυτό το επεισόδιο με επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώντας μέσα μου ερωτήσεις που δεν μου είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό: ερωτήσεις για τη ζωή, το θάνατο και την ύπαρξη του Θεού. Ήθελα να καταλάβω αυτά τα μυστήρια που με γοήτευαν τόσο, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν υπήρχαν εξηγήσεις. Ούτε και όταν ο θείος Κάρλο ήταν σε καλύτερη διάθεση και πιο προσιτός μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις που ανάβλυζαν αδιάκοπα από την καρδιά μου, αν και είχα έντονα την αίσθηση ότι ευχόταν να μπορούσε να το κάνει.

 

Τον ίδιο εκείνο χρόνο άρχισα το σχολείο. Δεν ήταν εύκολο: το σχολείο ήταν σε ένα χωριό μακριά από το σπίτι μου και ήταν αρκετά δύσκολο να φτάσω εκεί. Επίσης αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια για πρώτη φορά στη ζωή μου.

 

Στο σχολείο ανακάλυψα ένα κόσμο γνώσης, πειθαρχίας, μελέτης και πολιτισμού, αλλά επίσης ανακάλυψα πόσο φοβερό ήταν να μην έχει κανείς πατέρα – πόσο απαίσιο ήταν να ακούω κουτσομπολιά για τη μητέρα μου και τις αδερφές μου, πόσο απαίσιο ήταν να νιώθω αβοήθητος απέναντι στο πρόσωπο μιας αδικαιολόγητης, προσβλητικής χυδαιότητας.

Μια μέρα όταν η μητέρα μου και οι αδερφές μου ήταν στα χωράφια, ήμουν μόνος στο σπίτι. Ήμουν έξω στον κήπο της κουζίνας, παρακολουθώντας τα μικρά μου πουλάκια στο κλουβί τους που κρεμόταν από το κλαδί μιας συκιάς, όταν ένας νεαρός εμφανίστηκε μπροστά μου. Δεν τον ήξερα, δεν τον είχα δει ποτέ ξανά, αλλά δεν φαινόταν και πολύ φιλικός. Χωρίς να χάσει χρόνο, μου ανακοίνωσε ότι ήθελε τα πουλιά μου.

 

«Τι;»

 

«Με άκουσες:»

 

«Δε θα στα έδινα ποτέ!».

 

«Τότε θα τα πάρω έτσι κι αλλιώς!»

 

«Για προσπάθησε!»

 

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και βίαια. Γραπώσαμε ο ένας τον άλλον και αρχίσαμε να παλεύουμε. Ήταν μεγαλύτερος και ψηλότερος από μένα και εγώ ήμουν πετσί και κόκαλο, αλλά αν και ήξερα ότι ήταν πιο δυνατός, δεν υποχώρησα. Μετά από λίγο κατάφερε να με ρίξει στο έδαφος και αμέσως έκατσε καβάλα πάνω μου. Όσο και να αγωνιζόμουν, δεν μπορούσα να ελευθερωθώ.

 

«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω», είπε.

 

«Κάντο τότε»

 

Ένιωθα τα πόδια του να με έχουν αρπάξει σαν ελατήρια, ενώ με τα χέρια του τράβηξε απότομα το κεφάλι μου και το χτυπούσε δυνατά στο έδαφος – με τρέλανε στον πόνο. Στο τέλος σταμάτησε, με ένα περιφρονητικό βλέμμα στο πρόσωπό του αλλά παρέμεινε εκεί, πάνω μου, ενώ εγώ συνέχιζα να παλεύω. Ίσως αναρωτιόταν τι άλλο να κάνει. Τότε είπε:

 

«Είσαι απλά ένας χωριάτης, ένα άχρηστο κομμάτι σκατά»  και μετά από αυτό με άφησε να ξεφύγω και χωρίς να πει άλλη λέξη, σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντάς με εκεί σε κατάσταση φοβερού σοκ.

 

Τι τραυματική εμπειρία! Από τη μια στιγμή στην άλλη, και χωρίς καμιά αιτία από ό,τι  έβλεπα, βρέθηκα αιχμάλωτος, ανίκανος να κινηθώ, στο έλεος ενός ξένου. Δεν μπορούσα καν να πιστέψω τι είχε συμβεί. Όμως επειδή κατά κάποιο τρόπο ένιωσα ντροπιασμένος, δεν είπα σε κανένα για αυτό, ούτε καν στη μητέρα μου. Δεν είδα ποτέ ξανά αυτό το παιδί – σίγουρα δεν ήταν από την περιοχή μας. Αυτό ήταν η κατάληξη, αλλά ήταν ένα επεισόδιο που δεν επρόκειτο να ξεχάσω ποτέ.

 

Στην ηλικία των εννιά χρόνων, σταμάτησα να πηγαίνω στο σχολείο. Για να παρακολουθήσει κανείς την Τρίτη και την Τετάρτη τάξη, έπρεπε να πάει σε ένα χωριό που ήταν ακόμα πιο μακριά. Υπήρχαν τρεις λόγοι που δεν πήγα. Πρώτα από όλα, η μητέρα δεν με άφηνε: ήταν μακρινό και επικίνδυνο το ταξίδι, δεύτερον, επειδή εμείς οι άνθρωποι στα βουνά κερδίζαμε το ψωμί μας με τα χέρια μας, και όχι με τα βιβλία και με τις λέξεις, και τρίτον, επειδή εκεί που ζούσαμε ο αναλφαβητισμός ήταν ο κανόνας του παιχνιδιού.

 

Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησα να δουλεύω, μεταφέροντας προβιές από κατσίκες στους σκαφτιάδες που έφτιαχναν το δρόμο, για τα οποία με πλήρωναν με λίγα νομίσματα. Η ζωή μου στον κόσμο της εργασίας μόλις είχε ξεκινήσει. Από τότε κι έπειτα, όποτε έβρισκα κάτι να κάνω, υποτασσόμουν στο καθήκον και έφερνα εις πέρας οτιδήποτε είχα να κάνω.

 

Όταν είσαι νέος και άπειρος, τα ατυχήματα είναι πιο πιθανό να συμβούν και το γεγονός είναι ότι είχα τρία, δύο από τα οποία ήταν αρκετά σοβαρά. Το πρώτο συνέβη όταν δούλευα σε ένα σπίτι που ξανακτιζόταν. Κάπως έγινε, άγγιξα ένα ηλεκτρικό καλώδιο και έμεινα εκεί κολλημένος. Ήταν ώρα για φαγητό και ήμουν μόνος μου μιας και όλοι είχαν πάει να φάνε. Για καλή μου τύχη, και πριν φριζάρω τελείως, έγινε διακοπή ρεύματος! Με βρήκαν μισοπεθαμένο, ξαπλωμένο φαρδιά πλατιά στο έδαφος. Μια άλλη φορά έπεσα σχεδόν με το κεφάλι από μια σκαλωσιά σε ένα σωρό τσιμέντο. Μου πήρε πολύ καιρό να συνέλθω από αυτό. Το τρίτο ατύχημα συνέβη ενώ έσπαγα ασβεστόλιθο με ένα σφυρί. Ο άντρας που δούλευε δίπλα μου χτύπησε κατά λάθος ένα από τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού με το σφυρί που χρησιμοποιούσε. Ήμουν τυχερός που έχασα μόνο ένα νύχι.

 

Περιστασιακά, όταν η μητέρα μου είχε πάει στο Σιντέρνο εκείνη τη μέρα, έβρισκα κανά δυό γλυκά κάτω από το μαξιλάρι μου όταν πήγαινα για ύπνο. Πως μου άρεσε να ανοίγω το χρωματιστό περιτύλιγμα, να το ακούω να τριζοβολά και να ξέρω ότι εκεί μέσα υπάρχει ένα γλυκό – υπέροχο!

 

Η μητέρα ήταν μια περήφανη γυναίκα, τίμια και δίκαιη, αυστηρή με τον εαυτό της και με εμάς τα παιδιά. Δούλευε πολύ σκληρά. Όποτε κουβαλούσε κανένα κανάτι με νερό στο κεφάλι της, περπατούσε με ίσια κορμοστασιά και ψηλά το κεφάλι. Όσο για την φτώχεια; Δεν την δραματοποιούσε. Πολύ σπάνια της ξέφευγε καμιά βλαστήμια, ή κάποιο πνιχτό μουγκρητό.

 

Όσο για τις αδερφές μου, αν και ήταν καλές, εργατικές και γλυκές, η μοίρα τους είχε προδιαγραφεί πολύ πριν γεννηθούν – αν ήταν τυχερές, θα εκπλήρωναν το σκοπό τους σαν θηλυκά και θα γεννούσαν, διαφορετικά θα μένανε γεροντοκόρες για όλη τους τη ζωή. Έτσι είχαν τα πράγματα εκεί που ζούσαμε. Ήταν τυχερές – παντρεύτηκαν και έφεραν παιδιά στον κόσμο.

 

Δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου τον αδερφό μου. Όταν γύρισε από τη Ρωσία, όπου είχε φυλακιστεί μετά τον πόλεμο, έφυγε για την Αμερική σχεδόν αμέσως.

 

Δεν είχα φίλους, άλλα αγόρια για να παίξω και οι αδερφές μου ήταν πιο μεγάλες για να με συντροφέψουν στα παιχνίδια μου. Παρόλα αυτά, απολάμβανα την παρέα με τον εαυτό μου. Οι φίλοι μου ήταν τα ζώα που φρόντιζα, ο καταπέλτης μου, οι καρδερίνες που είχα πιάσει με ένα δίχτυ και τις κρατούσα σε ένα κλουβί, τα βουνά, τα δέντρα, τα σύννεφα. Μπορούσα να μιμηθώ το τραγούδι και τον ήχο κάθε ζώου και πουλιού όπως και τον κεραυνό, τη βροχή και τον άνεμο. Η φύση μου μιλούσε και ένιωθα ένα μαζί της.

 

Όταν έβοσκα τις κατσίκες, συνήθιζα να παίζω με τα μικρά τους, τα κυνηγούσα και προσπαθούσα να τα πιάσω, αλλά οι μανάδες τους με κυνηγούσαν και δοκίμαζαν να μου δώσουν καμιά γερή με τα κέρατα τους. Ξάπλωνα κάτω στο γρασίδι, ονειροπολούσα, ατένιζα τον ουρανό και έγραφα ιστορίες στο μυαλό μου, ιστορίες όπου ήμουν μεγάλος, ελεύθερος να ταξιδέψω, να βρω μια γυναίκα να παντρευτώ, να κάνω ό,τι θέλω. Πάντα ονειρευόμουν άλλα μέρη, διαφορετικές ζωές και ανθρώπους, κυρίως αφού άκουσα έναν από τους συγχωριανούς μου να μιλάει για τους ανθρώπους του Βορρά.

 

Δεν υπήρχαν εφημερίδες, περιοδικά ή βιβλία στο σπίτι μας – η μητέρα είχε χρησιμοποιήσει τα σχολικά μου βιβλία για να ανάψει φωτιά. Έτσι περπατούσα μίλια και μίλια σε κακοτράχαλα μονοπάτια και δύσβατα χωράφια μόνο και μόνο για να συναντήσω έναν ανάπηρο με τον οποίο αντάλλαζα κόμικς. Ύστερα τα έκρυβα για να μην πεταχτούν κι αυτά στη φωτιά. Είχα συναντήσει τον Μίμο, ένα αγόρι μεγαλύτερό μου, στο σχολείο και ήταν εκείνος που με έμπασε στον κόσμο των κόμικς. Ήταν συναρπαστικά, αστεία, ένα τρόπος διαφυγής που έφερνε επανάσταση στο μυαλό μου.

 

Μισούσα τους παπάδες. Τους μισούσα γιατί με φόβιζαν, με τρομοκρατούσαν, για να πω την αλήθεια. Με απειλούσαν, λέγοντας μου πως αν δεν ήμουν καλό αγόρι ενώπιον του Θεού και δεν ήμουν καλός με την μητέρα μου, θα πήγαινα κατευθείαν στην Κόλαση όταν πέθαινα όπου τα δαιμόνια θα με ξερόψηναν στον αιώνα τον άπαντα. Φοβόμουν τόσο πολύ ότι θα μου συμβεί αυτό που μερικές φορές δεν με έπιανε ύπνος.

Οι παπάδες ήταν πάντα ντυμένοι στα μαύρα και το μαύρο ήταν το χρώμα που φορούσαν οι χήρες, κυρίως αυτές των οποίων ο άντρας είχε δολοφονηθεί στο σπίτι του. Ο θείος Κάρλο παραπονιόταν για τους παπάδες όταν έρχονταν να κάνουν αγιασμό στο σπίτι, για να μας φοβίσουν με τις ιστορίες τους και να κλέψουν το λιγοστό μας φαγητό που είχαμε αποκτήσει με τόσο κόπο: αυτοί που δεν δούλεψαν ποτέ, κι όμως είχαν τα πάντα!

 

Κάτι που ποτέ δεν μπόρεσα να ξεχάσω ήταν ένα πρωινό όταν ο γαμπρός μου, ο Αντόνιο, χωρίς λόγο, πυροβόλησε την αγαπημένη μου καρδερίνα εξ επαφής, μέσα στο κλουβί της που κρεμόταν έξω από το σπίτι. Με κυρίευσε τρόμος. Μα πάνω απ΄ όλα, αυτή η σκληρή, απάνθρωπη συμπεριφορά, την οποία ποτέ δεν κατάφερα να συγχωρήσω, με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο βάρβαροι και κακοί μπορούν να είναι οι άνθρωποι.

 

Μια μέρα, καθώς σκαρφάλωνα ένα λόφο, συνάντησα το γιο του ψυχοπαθή, που είχε σκοτώσει τον πατέρα μου.

 

«Γεια».

 

«Γεια».

 

Περπατούσαμε στο ίδιο μονοπάτι, μόνο λίγα μέτρα ο ένας από τον άλλον, όταν ξαφνικά πέσαμε μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο. Σε διάστημα δευτερολέπτων, βρεθήκαμε μέσα σε μια θύελλα από άμμο, φύλλα, θάμνους και κλαδιά που πετούσαν ολόγυρα και μας χτυπούσαν σαν σφαίρες. Κάνοντας μια στροφή, αρχίσαμε να τρέχουμε όσο γρήγορα μπορούσαμε στο σπίτι. Ο Τζουζέπε μπορούσε να τρέξει γρηγορότερα από μένα, με προσπέρασε και άρχισε να τρέχει μπροστά – αλλά δεν έφτασε μακριά. Ένα τεράστιο σπασμένο κλαδί έπεσε πάνω του και τον συνέτριψε. Πήγα κοντά του.

 

«Έι, έλα» είπα.

 

Δεν απάντησε. Από το κεφάλι του έτρεχε αίμα. Ήταν αναίσθητος. Άρχισα να τον σέρνω αλλά ήταν αδύνατο να τον πάω μακριά μέσα σε αυτή τη θύελλα. Έτσι τον άφησα εκεί στο έδαφος και το έβαλα στα πόδια, παλεύοντας με τη μανία του ανέμου, για να πάω να φέρω βοήθεια.

 

Όταν βρήκαμε τον Τζουζέπε μετά τον ανεμοστρόβιλο, ήταν ακόμα ζωντανός. Επέζησε αλλά έμεινε ανάπηρος για όλη του τη ζωή.

 

Translated by Joanna Haritou